top of page
Stella Aggeloglou

Σκλήρυνση Κατά Πλάκας & Θεραπείες

Έγινε ενημέρωση: 8 Ιαν



Η Σκλήρυνση κατά Πλάκας ή Πολλαπλή Σκλήρυνση είναι μία χρόνια φλεγμονώδης και αυτοάνοση νόσος που προσβάλλει το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. Προσβάλει νέους ενήλικες, με πιο συχνή ηλικία έναρξης τα 20 με 40 έτη, ενώ είναι ελαφρώς πιο συχνή στις γυναίκες.


Βασική παθολογία της αποτελεί η καταστροφή της μυελίνης από αυτοαντιδρώντα έναντι στοιχείων της Τ-λεμφοκύτταρα. Η μυελίνη είναι μία λιπώδης ουσία που περιβάλλει τον νευράξονα των νευρώνων, παρέχοντας με αυτό τον τρόπο μόνωση και προστασία από το περιβάλλον. Έτσι τα διάφορα ερεθίσματα που μεταφέρονται με τον νευράξονα μπορούν να μεταδίδονται γρήγορα και ολοκληρωμένα. Με την καταστροφή της μυελίνης, διαταράσσεται αυτή η λειτουργία, με συνεπακόλουθο την εκδήλωση διάφορων νευρολογικών συμπτωμάτων από τον ασθενή.


Μετά την αρχική καταστροφή της μυελίνης, η βλάβη αποκαθίσταται μερικώς, με αποτέλεσμα στο σημείο αυτό να δημιουργείται μία πλάκα που αποτελείται από φλεγμονώδη στοιχεία και μικρογλοία. Από αυτές τις βλάβες προέρχεται και το όνομα της νόσου, ενώ λόγω της καταστροφής της μυελίνης εντάσσεται στη γενικότερη κατηγορία των απομυελινωτικών παθήσεων.


Τα διάφορα συμπτώματα που μπορεί να εκδηλωθούν σχετίζονται με το σημείο προσβολής του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τα συχνότερα από αυτά είναι η διπλωπία, η αδυναμία μίας πλευράς του σώματος ή των κάτω άκρων, οι διαταραχές της αισθητικότητας στα άκρα ή τον κορμό, η έλλειψη ισορροπίας και οι διαταραχές ούρησης. Σήμερα υπάρχουν πολλές και στοχευμένες θεραπείες για τη νόσο, που εξατομικεύονται ανάλογα με τις ανάγκες και την κατάσταση του κάθε ασθενούς. Για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας λαμβάνονται υπόψη η μορφή της νόσου, καθώς και οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που την προκάλεσαν.


Με βάση τη σύγχρονη ταξινόμηση υπάρχουν τρεις μορφές πολλαπλής σκλήρυνσης, η υποτροπιάζουσα διαλείπουσα, η πρωτοπαθώς προϊούσα και η δευτεροπαθώς προϊούσα μορφή, καθώς και μία μεμονωμένη κλινική οντότητα, το κλινικά μεμονωμένο επεισόδιο και μία μεμονωμένη απεικονιστική οντότητα, το απεικονιστικά μεμονωμένο επεισόδιο.



Αναλυτικότερα, τα παραπάνω παρουσιάζονται ως εξής:

1.Υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα μορφή (ΥΔΠΣ): Ο ασθενής εμφανίζει τα συμπτώματα κατά ώσεις, δηλαδή με εξάρσεις/υποτροπές για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως κάποιων εβδομάδων και μετά ακολουθεί ύφεση αυτών. Απεικονιστικά, συνήθως υπάρχουν νέες πλάκες σε διάφορα σημεία του κεντρικού νευρικού συστήματος ή πρόσληψη σκιαγραφικού σε ήδη υπάρχουσες (στοιχείο ενεργότητας της νόσου). Αποτελεί και την πιο συχνή μορφή της νόσου, ιδίως τα πρώτα χρόνια της διάγνωσης.


2.Δευτεροπαθώς προϊούσα μορφή (ΔΠΠΣ): Σε αυτή τη μορφή, μετά από κάποια χρόνια από την πρωτοδιάγνωση της νόσου (περίπου 20 κατά μέσο όρο), οι ασθενείς αρχίζουν να συσσωρεύουν όλο και περισσότερα νευρολογικά ελλείμματα, είτε μη ανακάμπτοντας πλήρως μετά από μία υποτροπή, είτε εμφανίζοντας σταδιακά επιδείνωση στο ενδιάμεσο των ώσεων. Συνήθως σε αυτή τη μορφή μεταπίπτουν οι ασθενείς με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα νόσο μετά από πολλά χρόνια.


3. Πρωτοπαθώς προϊούσα μορφή (ΠΠΠΣ): Εδώ οι ασθενείς από την πρώτη στιγμή της διάγνωσης αρχίζουν να επιδεινώνονται, συσσωρεύοντας αναπηρία βαθμιαία και συνεχώς χωρίς να προηγείται κάποια υποτροπή. Αυτή είναι η πιο σπάνια μορφή της νόσου.


4. Κλινικά μονονωμένο σύνδρομο: Σε αυτή την οντότητα ο ασθενής εμφανίζει ένα πρώτο απομυελινωτικό κλινικό επεισόδιο, όπως π.χ. οπισθοβολβική νευρίτιδα, χωρίς οι υπόλοιπες εξετάσεις να καλύπτουν τα απαραίτητα κριτήρια για τη διάγνωση της Πολλαπλής Σκλήρυνσης. Ιδίως όταν υπάρχουν απομυελινωτικές βλάβες στη μαγνητική τομογραφία υπάρχει μεγάλη πιθανότητα στο μέλλον να εκδηλωθεί η νόσος. Για το λόγο αυτό υπάρχει ένδειξη για έναρξη θεραπείας κατά περιπτώσεις.


5. Απεικονιστικά μεμονωμένο σύνδρομο: Με την ευρεία διάδοση και ευκολία πρόσβασης στη μαγνητική τομογραφία, σε κάποιους ασθενείς που υποβάλλονται στην εξέταση, ιδίως σε μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, μπορεί να βρεθούν απομυελινωτικές βλάβες, χωρίς ωστόσο αυτές να συνδέονται με το λόγο για τον οποίο οδήγησε τον ασθενή στην εξέταση. Επίσης, οι ασθενείς αυτοί πέρα από το ότι δεν παρουσιάζουν κάποιο νευρολογικό σύμπτωμα, έχουν φυσιολογική νευρολογική εξέταση και αρνητικές τις υπόλοιπες εξετάσεις διερεύνησης για τη νόσο. Τότε αυτά τα ευρήματα χαρακτηρίζονται ως απεικονιστικά μεμονωμένο σύνδρομο. Δεν υπάρχει ένδειξη για λήψη θεραπείας σε αυτή την περίπτωση, αλλά ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται στενά τόσο κλινικά, όσο και απεικονιστικά για τα επόμενα χρόνια, ιδίως τα πρώτα δύο, για την πιθανότητα εκδήλωσης της νόσου.


Για να τεθεί η διάγνωση της πολλαπλής σκλήρυνσης, είναι απαραίτητο να αποδείξουμε με τις εξετάσεις και με τα συμπτώματα του ασθενούς ότι υπάρχει διασπορά στο χώρο (κεντρικό νευρικό σύστημα - ποικιλία συμπτωμάτων) και στο χρόνο (εξάρσεις και υφέσεις, συνύπαρξη ενεργών και μη ενεργών βλαβών). Τα δύο τελευταία σύνδρομα καλούνται να καλύψουν το φάσμα όλων των ασθενών που δεν πληρούν τα κριτήρια για τη διάγνωση της πολλαπλής σκλήρυνσης, αλλά είναι αυξημένης πιθανότητας να εκδηλώσουν τη νόσο στο μέλλον, άρα χρήζουν στενής παρακολούθησης ή/και ενίοτε θεραπείας. Τέλος, ένα ακόμα στοιχείο που συνυπολογίζεται τα τελευταία χρόνια για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας είναι η ενεργότητα της νόσου, δηλαδή εάν παρουσιάζει κλινικές εξάρσεις ή νέες απεικονιστικές βλάβες, ακόμα και σε προοδευτικές μορφές.


Τα τελευταία χρόνια, έχουν αναπτυχθεί πολλές και αποτελεσματικές θεραπείες για όλες τις μορφές της Πολλαπλής Σκλήρυνσης, κάτι που δίνει τη δυνατότητα αντιμετώπισης ακόμα και των πιο επιθετικών και δύσκολων μορφών της νόσου. Υπάρχουν δύο γενικότερες κατηγορίες θεραπειών, οι νοσοτροποποιητικές και οι ανοσοκατασταλτικές θεραπείες, οι οποίες ως βασικό στόχο έχουν να σταματήσουν την εξέλιξη της νόσου και να προλάβουν τις υποτροπές. Οι νοσοτροποποιητικές θεραπείες χαρακτηρίζονται έτσι επειδή στοχεύοντας συγκεκριμένα στοιχεία του ανοσοποιητικού συστήματος των ασθενών οδηγούν στην τροποποίηση της πορείας της νόσου, κρατώντας την όσο το δυνατόν ανενεργή. Τα φάρμακα αυτά χωρίζονται σε ήπιας δραστικότητας (ιντερφερόνες, οξεϊκή γλατιραμέρη, τεριφλουνομίδη), ενδιάμεσης δραστικότητας (κλαδριβίνη, αναστολείς του s1p υποδοχέα, φουμαρικός διμεθυλεστέρας) και υψηλής δραστικότητας (ναταλιζουμαμπη, οκρελιζουμαμπη, οφατουμουμαμπη, αλεμτουζουμαμπη). Στην κατηγορία των νοσοτροποποιητικών θεραπειών ανήκει και η αυτόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων.

 

Ήπιας δραστικότητας

Ενδιάμεσης δραστικότητας

Υψηλής δραστηκότητας

Ιντερφερόνες (ιντερφερόνη βήτα-1α, ιντερφερόνη βήτα-1β, πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη βήτα-1α)

Φουμαρικός διμεθυλεστέρας

Ναταλιζουμαμπη

Οξεϊκή γλατιραμέρη

Κλαδριβίνη

Οκρελιζουμαμπη

Τεριφλουνομίδη

Αναστολείς του s1p (φινγκολιμόδη, σιπονιμόδη, οζανιμόδη)

Οφατουμουμαμπη

 

 

Αλεμτουζουμαμπη

Πινακας 1. Ήπιας, ενδιάμεσης, υψηλής αποτελεσματικότητας θεραπείες για την Πολλαπλή Σκλήρυνση. 

 

Στις ανοσοκατασταλτικές θεραπείες εντάσσονται τα κλασικά ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, όπως είναι η αξαθειοπρίνη, η μεθοτρεξάτη, η κυκλοφωσφαμίδη, η κυκλοσπορίνη, η μυκοφενόλη μοφετίλη και η μιτοξανδρόνη. Πλέον χρησιμοποιούνται σπάνια, σε εξαιρετικά μεμονωμένες περιπτώσεις ασθενών, συνήθως όταν συνυπάρχει και κάποιο άλλο αυτοάνοσο νόσημα.


Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ανάλογα με τη μορφή της νόσου και την κατάσταση ενεργότητας της υπάρχει ένδειξη για έναρξη ή μετάβαση σε συγκεκριμένη αγωγή.  Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται τα φάρμακα που ενδείκνυνται για κάθε μορφή της νόσου.

 

 

 

Κλινικά Μεμονωμένο Σύνδρομο

Υποτροπιάζουσα - διαλείπουσα

Δευτεροπαθώς προϊούσα με ενεργότητα

Δευτεροπαθώς προϊούσα χωρίς κλινική, αλλά με απεικονιστική ενεργότητα

Πρωτοπαθώς προϊούσα

Ιντερφερόνες

Ιντερφερόνες, Οξεϊκή γλατιραμέρη, Τεριφλουνιμίδη

Ιντερφερόνη βήτα-1α, ιντερφερόνη β-1β

 

 

Φουμαρικός διμεθυλεστέρας, Αναστολείς s1p,

κλαδριβινη

Φουμαρικός διμεθυλεστέρας, Κλαδριβίνη, Αναστολείς s1p

Κλαδριβίνη, Αναστολείς s1p, Φουμαρικός διμεθυλεστέρας

Σιπονιμόδη

 

Ναταλιζουμάμπη, Οφατουμουμάμπη, Οκρελιζουμάμπη

Ναταλιζουμάμπη, Οφατουμουμάμπη, Οκρελιζουμάμπη, Αλεμτουζουμάμπη

Οκρελιζουμάμπη, Οφατουμουμάμπη, Ναταλιζουμαμπη

 

Οκρελιζουμάμπη

 

 

Μιτοξανδρόνη

 


Πίνακας 2. Ταξινόμηση θεραπειών ανάλογα με τη μορφή της Πολλαπλής Σκλήρυνσης.                

                               




Ιστορικά, τα πρώτα φάρμακα που εγκρίθηκαν για τη θεραπεία της Πολλαπλής Σκλήρυνσης το μακρινό 1993 ήταν οι ιντερφερόνες. Αρχικώς η ιντερφερόνη βήτα-1β και έπειτα η ιντερφερόνη βήτα-1α αποτέλεσαν τη βασική αγωγή για την Πολλαπλή Σκλήρυνση για πάρα πολλά χρόνια. Ανάλογα με το σκεύασμα χορηγούνται παρ’ ημέρα, μία ή τρεις φορές την εβδομάδα ή κάθε δύο εβδομάδες υποδόρια. Η δράση της ιντερφερόνης βήτα ξεκινά με την πρόσδεσή της σε επιφανειακούς κυτταρικούς υποδοχείς οδηγώντας στην αναστολή των προφλεγμονωδών κυτοκινών και της ενεργοποίησης των Τ-λεμφοκυττάρων. Βασική παρενέργεια είναι η γριππώδης συνδρομή και οι τοπικές δερματικές αντιδράσεις στο σημείο έγχυσης.   


Η οξεϊκή γλατιραμέρη, το δεύτερο παλαιότερο φάρμακο για την Πολλαπλή Σκλήρυνση χορηγείται υποδόρια και δρα μειώνοντας την παραγωγή ουσιών που προάγουν την φλεγμονή. Η σύστασή της προσομοιάζει την βασική πρωτεΐνη της μυελίνης (Myelin Basic Protein-MBP) που αποτελεί στόχο των Τ-λεμφοκυττάρων. Μέσω του μηχανισμού της μοριακής μίμησης αποτρέπει την προσκόλληση των Τ-λεμφοκυττάρων στην MBP ώστε να μην καταστρέφεται η μυελίνη. Είναι αρκετά ασφαλές φάρμακο, με μόνη παρενέργεια τοπικές δερματικές αντιδράσεις στο σημείο έγχυσης.  


Τομή στη θεραπεία της Πολλαπλής Σκλήρυνσης αποτέλεσαν οι νεότερες θεραπείες τόσο από του στόματος όσο και ενδοφλέβιες/υποδόριες, καθώς είναι σημαντικά πιο αποτελεσματικές και ρυθμίζουν καλύτερα ακόμα και τις επιθετικές μορφές της  νόσου. Παρακάτω, παρατίθενται εκτενέστερα με βάση την αποτελεσματικότητά τους.


Η τεριφλουνομίδη είναι από τις πρώτες από του στόματος θεραπείες. Η ουσία είναι μεταβολίτης της λεφλουνομίδης, ενός ευρέως φάσματος ανοσοκατασταλτικού φαρμάκου και δρα καταστέλλοντας τη σύνθεση πυριμιδίνης (βασικό συστατικό του DNA) στα μιτοχόνδρια, πιθανώς μειώνοντας τα λεμφοκύτταρα στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Το φάρμακο αυτό έχει τερατογόνο δράση, άρα απαγορεύεται ρητά η τεκνοποίηση κατά τη λήψη της αγωγής.


Ο φουμαρικός διμεθυλεστέρας, είναι επίσης από του στόματος θεραπεία, που καταστέλλει τις προφλεγμονώδεις κυτοκίνες και ενεργοποιεί το μονοπάτι του Nrf2 προωθώντας τη σύνθεση αντιοξειδωτικών ενζύμων. Συχνές παρενέργειες είναι οι γαστρεντερικές διαταραχές, αλλά σημαντική είναι η παρακολούθηση των λεμφοκυττάρων καθώς μπορεί να προκαλέσει λεμφοπενία.


Οι αναστολείς του s1p υποδοχέα εμποδίζουν την έξοδο των λεμφοκυττάρων από τους λεμφαδένες, καταστέλλοντας με αυτό τον τρόπο τη φλεγμονώδη απάντηση στην Πολλαπλή Σκλήρυνση. Αποτελούν από του στόματος θεραπείες, με κυριότερη παρενέργεια την λεμφοπενία και το αυξημένο ρίσκο για κρυπτοκοκκική μηνιγγίτιδα και προοδευτική πολυεστιακή λευκοεγκεφαλοπάθεια. Υπάρχουν τρεις ουσίες σε αυτή την κατηγορία, η φινγκολιμόδη, που είναι η πρώτη που κυκλοφόρησε (στοχεύει τις υποομάδες S1P1, S1P3, S1P4, S1P5) και η σιπονιμόδη και η οζανιμόδη που κυκλοφόρησαν αργότερα και στοχεύουν τις S1P1 και S1P5 υποομάδες.  


Η κλαδριβίνη χορηγείται από του στόματος και δρα σχετικά στοχευμένα καταστέλλοντας τα λεμφοκύτταρα. Είναι ανάλογο πουρίνης, μιας ουσίας που είναι βασικό συστατικό του DNA και προκαλεί διαταραχή στη σύνθεση του DNA των λεμφοκυττάρων, μειώνοντας έτσι την δραστικότητά τους. Χορηγείται σε δύο περιόδους θεραπείας, τις δύο πρώτες εβδομάδες, δύο συνεχόμενων μηνών και έπειτα επαναχορηγείται σε ένα έτος. Βασική παρενέργεια είναι η επανενεργοποίηση του έρπητα ζωστήρα και η καταστολή του μυελού των οστών.


Νεότερες και πιο στοχευμένες, με υψηλή αποτελεσματικότητα θεραπείες στη φαρέτρα μας που έχουν πάρει έγκριση για την καταπολέμηση της Πολλαπλής Σκλήρυνσης αποτελούν τα μονοκλωνικά αντισώματα. Το πρώτο μονοκλωνικό αντίσωμα που κυκλοφόρησε το 2004 είναι η Ναταλιζουμαμπη, που χορηγείται μία φορά το μήνα, υποδόρια ή ενδοφλέβια. Συνδέεται με την α-4 ιντεγκρίνη στην επιφάνεια των λεμφοκυττάρων και με αυτό τον τρόπο τα εμποδίζει από το να μεταναστεύσουν σε διάφορους ιστούς και να διαπερνούν τον αιματεγκεφαλικό φραγμό, ώστε να προκαλέσουν φλεγμονή. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση της Ναταλιζουμάμπης αποτελεί οι ασθενείς να είναι αρνητικοί για ύπαρξη αντισωμάτων στον ιό JCV ή για τους ασθενείς που είναι θετικοί τα επίπεδα να είναι κάτω από 1.5, καθώς αυξάνεται σημαντικά η πιθανότητα εκδήλωσης προοδευτικής πολυεστιακής λευκοεγκεφαλοπάθειας, μίας σοβαρής νόσου της λευκής ουσίας που προκαλεί γνωσιακή έκπτωση και εστιακή νευρολογική σημειολογία.


Η Οκρελιζουμαμπη, είναι ένα αντι-CD20 μονοκλωνικό αντίσωμα που στοχεύει στο συγκεκριμένο μόριο το οποίο εκφράζεται στα Β-λεμφοκύτταρα, μειώνοντας έτσι τον αριθμό τους. Χορηγείται μία φορά κάθε έξι μήνες ενδοφλέβια, ενώ πριν την έναρξή του πρέπει να αποκλειστεί παρουσία λανθάνουσας ηπατίτιδας ή φυματίωσης. Η πιο συχνή παρενέργειά του είναι ερπητικές λοιμώξεις, λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού και μειωμένη απόκριση σε εμβολιασμούς.


Η Οφατουμουμαμπη, είναι επίσης ένα αντι-CD20 μονοκλωνικό αντίσωμα που εγκρίθηκε το 2020 και χορηγείται υποδορίως μία φορά το μήνα, μετά το σχήμα έναρξης για τις πρώτες 5 εβδομάδες. Ομοίως με την οκρελιζουμάμπη, πριν την έναρξη είναι απαραίτητος ο έλεγχος για ηπατίτιδα ή σύφιλη.



Τέλος, η Αλεμτουζουμάμπη, είναι ένα αντι-CD52 μονοκλωνικό αντίσωμα, το οποίο καθώς δεσμεύεται με το μόριο-στόχο μειώνει τον αριθμό των λεμφοκυττάρων καταστρέφοντάς τα. Χορηγείται ενδοφλέβια, αρχικώς για 5 ημέρες τον πρώτο χρόνο και μετά από ένα έτος εγχύεται η συμπληρωματική δόση για 3 ημέρες. Έχει πάρει έγκριση ως αγωγή δεύτερης γραμμής για την υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα μορφή της Πολλαπλής Σκλήρυνσης. Λόγω της δράσης του στα λεμφοκύτταρα, υπάρχει αυξημένη πιθανότητα για εκδήλωσης αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας, φυματίωσης, λοίμωξης από HSV και σπανιότερα άλλων αυτοάνοσων παθήσεων και αιματολογικών νεοπλασιών. Συχνές είναι αντιδράσεις κατά την έγχυση, με σύσταση για χορήγηση ενδοφλέβιων κορτικοστεροειδών πριν την κάθε έγχυση για την πρόληψή τους.


Ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στη Μιτοξανδρόνη, ένα χημειοθεραπευτικό φάρμακο, το οποίο ήταν το πρώτο που είχε λάβει έγκριση για την Δευτεροπαθώς Προϊούσα Πολλαπλή Σκλήρυνση με ενεργότητα. Λόγω της τοξικότητας του φαρμάκου, με πιο σοβαρές παρενέργειες την καρδιοτοξικότητα και την λευχαιμία, πλέον χρησιμοποιείται εξαιρετικά σπάνια, μόνο σε ασθενείς που συνεχίζουν να κάνουν υποτροπές παρά τη λήψη άλλων θεραπειών.


Τη δεκαετία του 1990 άρχισε να ερευνάται και η αυτόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων για τη θεραπεία της νόσου. Η θεωρία πίσω από αυτή τη θεραπεία είναι ότι με αυτό τον τρόπο καταστρέφονται τα παθογόνα αντίγραφα (παθογόνοι κλώνοι) των αυτοαντιδρώντων λεμφοκυττάρων, οπότε με την ανασύσταση του μυελού αυτοί δεν εκφράζονται για να εκδηλωθεί η νόσος. Λόγω της σοβαρής καταστολής του μυελού που προκαλείται χορηγείται μόνο σε ασθενείς μικρών ηλικιών, με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα μορφή της νόσου με πολλαπλές υποτροπές (πάνω από 2 υποτροπές σε ένα έτος). 


Σήμερα, έχει φανεί ότι η επαγωγική θεραπεία (induction therapy) είναι πιο αποτελεσματική, ιδίως σε ασθενείς με νέα διάγνωση, για την αποτελεσματική καταστολή της νόσου και τη μείωση των υποτροπών και της συσσώρευσης φορτίου βλαβών και αναπηρίας. Με βάση αυτή τη θεωρία, αρχικά η νόσος αντιμετωπίζεται επιθετικά με χορήγηση αγωγής υψηλής δραστικότητας, ώστε να ανακοπεί η ενεργότητα της νόσου και σε δεύτερο χρόνο, μετά τη σταθεροποίηση του ασθενούς γίνεται συζήτηση για αποκλιμάκωση της αγωγής με χορήγηση άλλου φαρμάκου με στόχο την πρόληψη των παρενεργειών.


Έτερη θεωρία για πιο χρόνιες ή λιγότερο επιθετικές μορφές στη διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση είναι κλιμάκωση της θεραπείας (escalation therapy) με αρχική χορήγηση αγωγής ήπιας ή ενδιάμεσης δραστικότητας και αλλαγή σε πιο υψηλής δραστικότητας θεραπεία μόνο εάν υπάρξει ένδειξη κλινικής ή απεικονιστικής ενεργότητας.


Συμπερασματικά, έχουμε πλέον στη φαρέτρα μας πολλά και αποτελεσματικά φάρμακα για την επιτυχή αντιμετώπιση της Πολλαπλής Σκλήρυνσης, ακόμα και των πιο ανθεκτικών μορφών της. Ο κάθε ασθενής επιβάλλεται να αντιμετωπίζεται εξατομικευμένα, με βάση τις ανάγκες, αλλά και τις προτιμήσεις του από έναν έμπειρο νευρολόγο για λάβει την πιο κατάλληλη ισχυρή, αλλά και ασφαλή θεραπεία. Κλειδί σε αυτό αποτελεί η έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων και η διάγνωση, ώστε η νόσος να καταπολεμηθεί όσο το δυνατόν νωρίτερα για το καλύτερο αποτέλεσμα.

                                                                                                  

27 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comentários


bottom of page