Η πολλαπλή σκλήρυνση (ΠΣ) είναι μια ασθένεια που σχετίζεται με το ανοσοποιητικό σύστημα, χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδη απομυελινωτική διαδικασία στο κεντρικό νευρικό σύστημα και αποτελεί κύρια αιτία αναπηρίας σε νέους ενήλικες.
Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας τροποποίησης της νόσου πρέπει να παρακολουθείται με κλινική εκτίμηση, με προσοχή σε ενδεχόμενες νέες εκδηλώσεις της νόσου, περιλαμβανομένων των οξέων επεισοδίων (ώσεις), νέων ή ενισχυμένων βλαβών στη μαγνητική τομογραφία και της έναρξης ή προόδου ενδεχόμενης αναπηρίας.
Ανεκτικότητα
Οι ασθενείς ενδέχεται να μην ανεχθούν μια ανοσοτροποποιητική θεραπεία λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών. Οι διάφορες μορφές της ιντερφερόνης-β ειδικά, συχνά δεν γίνονται ανεκτές επαρκώς λόγω της υψηλής συχνότητας παρενεργειών στο σημείο ένεσης
και συμπτωμάτων παρόμοιων με γρίπη (π.χ., πυρετός, ρίγος, κόπωση, μυαλγίες). Μετάβαση σε διαφορετική θεραπεία τροποποίησης της νόσου — Δεν υπάρχει συγκεκριμένο πρωτόκολλο για την αλλαγή της ανοσοτροποποιητικής θεραπείας σε ασθενείς με ανεκτικότητα στα φάρμακα, ενεργότητα της νόσου ή κλινικά αθόρυβες νέες εστίες στη Μαγνητική Τομογραφία. Ο στόχος είναι να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ των κινδύνων από τις τυχόν παρενέργειες των φαρμάκων έναντι των κινδύνων που θέτει η νόσος, αν και η πρόγνωση για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στην ΠΣ είναι δύσκολη. Η εξέταση της συμβολής της συμμόρφωσης προς τη θεραπεία και άλλων παραγόντων στην ανεπαρκή ανταπόκριση στη θεραπεία είναι επίσης σημαντική. Οι καλύτερες επιλογές για τη μετάβαση σε διαφορετικές ανοσοτροποποιητικές θεραπείες εξαρτώνται εν μέρει από την αρχική επιλογή φαρμακευτικής αγωγής.
Οι διαθέσιμες μελέτες, αν και όχι απόλυτες, υποδηλώνουν ότι οι θεραπείες τροποποίησης
της νόσου που χορηγούνται με ενδοφλέβια έγχυση (natalizumab, ocrelizumab και alemtuzumab), το ενδοφλέβιο ofatumumab και το από του στόματος cladribine έχουν τη
μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα (αν και πολλοί ειδικοί θεωρούν το τελευταίο μεσαίο σε
αποτελεσματικότητα). Επίσης, τα από του στόματος fingolimod και dimethyl fumarate έχουν μεσαία αποτελεσματικότητα, ενώ το teriflunomide και οι παλαιότερες υποδόριες ενέσιμες θεραπείες (interferons και glatiramer) έχουν τη χαμηλότερη αποτελεσματικότητα. Αυτές οι διαφορές στην αποτελεσματικότητα μπορούν να καθοδηγήσουν τις αποφάσεις σχετικά με τη μετάβαση σε διαφορετική θεραπεία σε ασθενείς με μη επαρκώς ελεγχόμενη νόσο ή ανθεκτικότητα. Τέτοιοι ασθενείς, που αρχικά υποβλήθηκαν σε θεραπεία χαμηλής αποτελεσματικότητας, ενδέχεται να επωφεληθούν από τη μετάβαση σε μια αγωγή με υψηλότερη αποτελεσματικότητα, ενώ οι ασθενείς που αρχικά υποβλήθηκαν σε μια ανοσοτροποιητική αγωγή υψηλής αποτελεσματικότητας μπορεί να μεταβούν σε μια διαφορετική εξίσου υψηλής αποτελεσματικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, ο ασθενής και ο κλινικός γιατρός θα πρέπει να λάβουν από κοινού την
απόφαση να αλλάξουν τη θεραπεία τροποποίησης της νόσου ενσωματώνοντας τις αξίες και
τις προτιμήσεις του ασθενούς, και αξιολογώντας τα οφέλη, τους κινδύνους και τις
παρενέργειες των διαθέσιμων θεραπειών.
Παρόλο που δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία, ορισμένοι ειδικοί προτιμούν ένα χρονικό διάστημα «ξεπλύματος» μεταξύ των φαρμάκων κατά τη μετάβαση από μια θεραπεία τροποποίησης της νόσου σε μια άλλη, προκειμένου να αποφευχθεί η υπερβολική ανοσοκαταστολή και το ενδεχόμενο αυξημένου κινδύνου λοιμώξεων. Αυτή η ανησυχία πρέπει να ζυγιστεί έναντι των κινδύνων επανεμφάνισης της νόσου κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης περιόδου διακοπής της αγωγής.
Κίνδυνος υποτροπής της πολλαπλής σκλήρυνσης (ΠΣ)
Η διακοπή ορισμένων θεραπειών έχει συσχετιστεί με την επανεμφάνιση της δραστηριότητας της ΠΣ, χαρακτηριζόμενη από έντονη κλινική επιδείνωση (είτε στη συχνότητα είτε στη σοβαρότητα των ώσεων ή/και στη νέα δραστηριότητα της νόσου στη μαγνητική τομογραφία), που είναι αυξημένη σε σχέση με τη δραστηριότητα πριν από τη θεραπεία. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων υποτροπής της νόσου έχει προηγηθεί η διακοπή της χρήσης του fingolimod και του natalizumab, ενώ σπανιότερες αναφορές έχουν συνδέσει το dimethyl fumarate και το teriflunomide.
Επίλογος
Κλείνοντας, είναι λογικό να συζητηθεί η διακοπή θεραπείας τροποποίησης της νόσου για τους μεγαλύτερους ηλικιακά ασθενείς, ιδιαίτερα σε εκείνους που έχουν διατηρήσει σταθερή νόσο χωρίς νέες ώσεις ή αλλαγές στη μαγνητική τομογραφία για παρατεταμένη χρονική περίοδο.
Comments